Αποφάσισε μετά από καιρό να γράψει. Χωρίς να θέλει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν.
Δεν είναι για κανέναν άλλον αυτό το κείμενο, μοναχά για εκείνη.
Κουράστηκε, κουράστηκε να τη μεταχειρίζονται καθημερινά σαν ένα κομμάτι κρέας, να μην μπορεί κανένας τους να δει πέρα από την εξωτερική της εμφάνιση.
Ξέρει ότι γοητεύει, ξέρει ότι όλα αυτά τα χρόνια έχει βρει έναν τρόπο ομιλίας που θα έκανε τον κάθε τυχόντα να νιώσει μοναδικός.
Δεν είναι η εξωτερική της εμφάνιση, πιστεύει, αλλά αυτό, που την κάνει θελκτική.
Έχει βαρεθεί, βέβαια, να είναι απλά θελκτική. Ήθελε να γνωρίσει άτομα που θα την εκτιμούσαν για τα υπόλοιπα, που θα καταλάβαιναν τις σκέψεις της και τους προβληματισμούς της, που θα έβλεπαν την εξυπνάδα της και δεν θα έμεναν στο στερεότυπο του "ομορφιά ή εξυπνάδα". Ήλπιζε, μάταια, να βρει κάποιον που θα της ηρεμήσει τις σκέψεις, που δεν σταματούν ποτέ.
Κάτι που δεν έγινε. Βρήκε τον εαυτό της να συναναστρέφεται με αδιάφορους ανθρώπους καθημερινά, ανθρώπους που την έκαναν να νιώθει άσχημα για τον εαυτό της, λες και είχε εκείνη κάποιο πρόβλημα και δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με κανέναν τους, λες και μιλούσαν διαφορετική γλώσσα. Όλοι τους νοιάζονταν για τελείως διαφορετικά πράγματα από αυτά που νοιαζόταν εκείνη και την σκότωνε...
Όλη η κατάσταση την έκανε να νιώθει αηδιασμένη και μόνη. Έτσι, απογοητευμένη από τον κόσμο με τον οποίο είναι πλέον αναγκασμένη να συναναστρέφεται καθημερινά, αλλά και κουρασμένη από την ανάγκη της να έχει ένα προσωπείο, άρχισε να απομονώνεται από όλους.
Δεν μπορεί άλλο να προσποιείται, ειδικά όταν αυτό είναι πολύ περισσότερο από όσο είχε συνηθίσει τόσα χρόνια.
Σταμάτησε να ελπίζει ότι θα καλυτερεύσει η κατάσταση, παραιτήθηκε.